Ηθελε να τραγουδαει τον ερωτα.
Με μελωδιες δικες του,
με τα πουλια να κανουν συντροφια.
Μα ανοιγε το στομα του
και ολα κρυμενα φτανανε στα αυτια του.
-Ερω-τα σαν ξαπο-στασεις
στην αυλη μου ε-λα
να σε κε-ρασω τσικου-δια.
Καλυτερα να ακουω να τα πουλια
κρυμενα μες το κυπαρισι στην αυλη.
Σκεφτηκε και πηρε δυο πινελα,
πεντεξι χρωματα.
Ηθελε το θαρος να ζωγραφισει.
Μα ποιο το θεμα;
Ενας ιπταμενος ποδηλατης
να πεταει νεροφουσκες γεματες κοκκινο
στο πολυτιμο γκριζο τους.
Μα το χερι απαιδευτο και τα χρωματα φτωχα.
Λευκο χαρτι,μολυβι
και ποιητης ηθελε να γινει
των λεξεων τραγουδιστης.
Η σκανδαλιαρα πεταλουδα στο στηθος του.
Τα ξωτικα των σκεψεων του στησαν τον χορο.
Τα χρωματα γιορταζουν στο πεος του.
Μα δεν ειχε την κολα,
του φαινονταν ασυναρτητα φυλλα στο ρεμα.
Εβγαλε μια καρεκλα στο μπαλκονι.
Παρεα με μια αδεσποτη γατα,
που απεναντι λιαζονταν.
Ηθελε την βλακεια του να βαφτισει
μοιρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου